καεῖ — καίω kindle aor subj pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾴει — καίω kindle pres ind mp 2nd sg καίω kindle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαυστος — η, ο και άκαυτος, η, ο (Α ἄκαυστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί 2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά 2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά 3. «άκαυτο μέλι» μέλι … Dictionary of Greek
μισοκαμένος — η, ο αυτός που έχει καεί κατά το ήμισυ, που δεν έχει καεί εντελώς … Dictionary of Greek
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek
Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… … Dictionary of Greek
νικάει — νῑκάει , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg (epic) νῑκάει , νικάω conquer pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
αιθαλίων — αἰθαλίων ( ωνος), ο (Α) αυτός που εχει σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη η λ. αποδίδεται στους τζίτζικες και δηλώνει αυτόν που έχει ξεραθεί, καεί απο τον ήλιο το επίθετο αναφέρεται περισσότερο στο χρώμα τους. Η κατάλ. τής λ. καλύπτει μετρικές… … Dictionary of Greek
ακαής — ( ούς) ές αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ἐκάην* < καίω] … Dictionary of Greek